Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κορυμβος
κόρυμβος
ὁ (pl. тж. τὰ κόρυμβα)
; 1) оконечность корабля, край кормы
ex. (νηῶν Hom.; Φοινίσσης νεώς Aesch.)
; 2) вершина
ex. (τοῦ οὔρεος Her.; ὄχθου Aesch.)
; 3) бот. пучок, гроздь, кисть Plut., Anth.
; 4) высокая прическа
ex. (εὔσπειροι κόρυμβοι Anth.)