Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικαταλαμβανω
ἐπικαταλαμβάνω
ἐπι-καταλαμβάνω
; 1) догонять, настигать
ex. (τὰς ὑποφευγούσας ναῦς Thuc.; ὅταν ἄρκτοι ἐπιχαταλαμβάνωνται, ἐπὴ τὰ δένδρα ἀναπηδῶσιν Arst.)
; 2) застигать
ex. (τῆς νυκτὸς ἐπικαταλαβούσης Diod.)
; 3) постигать после
ex. (ἢ συγκαταλαμβάνεσθαί τινι ἢ ἐπικαταλαμβάνεσθαι Sext.)