Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
επικλυζω
ἐπικλύζω
ἐπι-κλύζω
; 1) заливать, наводнять, затоплять
ex. (κῦμα ἐπέκλυζε τέν γῆν Plut.; ἐπικλυζομένη πλημυρίσιν ἡ γῆ Arst.)
; 2) обрушиваться, заваливать
ex. (ἔνοσις ἐπικλύσει πόλιν Eur.; τοσούτοις κακοῖς τινα Luc.)
; 3) досл. смывать, перен. погашать, оплачивать
ex. (δαπάνην Aeschin.)