Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
κατασχιζω
κατασχίζω
κατα-σχίζω
; 1) раскалывать, разрубать
ex. (τὸν ὅλμον τῆς ἀρτοπώλιδος Arph.)
; 2) разламывать, взламывать
ex. (τὰς πύλας Xen.; τὰς θύρας Dem., Plut.; τέν κιβωτόν Plut.)
; 3) med. раздирать, разрывать
ex. (τὸν σανδαλίσκον καὴ τὸ ῥάκος Arph.)